- τυχοῦσα
- τυγχάνωhappen to be ataor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυχούσας — τυχούσᾱς , τυγχάνω happen to be at aor part act fem acc pl (attic epic doric ionic) τυχούσᾱς , τυγχάνω happen to be at aor part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχοῦσ' — τυχοῦσα , τυγχάνω happen to be at aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) τυχοῦσι , τυγχάνω happen to be at aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τυχοῦσαι , τυγχάνω happen to be at aor part act fem nom/voc pl (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογάριθμος — Μαθηματική έννοια σχετική με τον εκθέτη δυνάμεως. Αν β είναι ένας θετικός αριθμός και α επίσης θετικός αριθμός, διάφορος του 1, αποδεικνύεται ότι υπάρχει ένας (και μόνον ένας) πραγματικός αριθμός y, τέτοιος ώστε να ισχύει: αy = β. Αυτός ο y… … Dictionary of Greek
ομοιοθεσία — Ο όρος χαρακτηρίζει μια ειδική ομοιότητα στο ευκλείδειο επίπεδο. Συγκεκριμένα πρόκειται για έναν μετασχηματισμό του ευκλείδειου επιπέδου στον εαυτό του με την εξής χαρακτηριστική ιδιότητα: αν Ρ, Q είναι δύο οποιαδήποτε σημεία του επιπέδου (Ρ ? Q) … Dictionary of Greek
πολικότητα — I Η φυσιολογική και μορφολογική ανισοτιμία μεταξύ δύο διαμετρικά αντίθετων περιοχών ενός κυττάρου, ιστού ή οργάνου. Τα δύο σημεία που παρουσιάζουν τη διαφορά ονομάζονται πόλοι. Η παρουσία δύο πόλων σ’ ένα κύτταρο ή όργανο καθιερώνει και έναν… … Dictionary of Greek
πολύγωνο — Αν Α1 Α2,..., Αν, Αν (όπου ν = 2, 3,...) είναι σημεία του χώρου, τέτοια, ώστε κάθε τρία τους να μην ανήκουν στην αυτή ευθεία, τότε η τεθλασμένη γραμμή, που αποτελείται από τα ευθύγραμμα τμήματα Α1Α2, Α2Α3, ..., Αν + 1 λέμε ότι είναι μια… … Dictionary of Greek
τελετή — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας, κόρης του Σαγγάριου και της Κυβέλης. Η Τ. ακολουθούσε από πολύ μικρή τον πατέρα της, γιατί της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί, οι γιορτές και οι διασκεδάσεις. Ο Παυσανίας αναφέρει στα Βοιωτικά… … Dictionary of Greek
παραβολοειδές — (Μαθημ.). Μία από τις λεγόμενες επιφάνειες 2ου βαθμού. Ένα «ειδικό» π. είναι το εκ περιστροφής, όπως λέγεται. Ένα τέτοιο π. είναι η επιφάνεια που παράγει μία παραβολή αν περιστραφεί γύρω από τον άξονά της. Ο άξονας της παραβολής ονομάζεται ο… … Dictionary of Greek